αμαχητος

αμαχητος
    ἀμάχητος
    ἀ-μάχητος
    2
    (μᾰ)
    1) неодолимый, непобедимый
    

(θεῶν βέλη Soph.)

    2) не принимавший (еще) участия в бою
    

(σύμμαχοι Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αμαχητος" в других словарях:

  • αμάχητος — η, ο (Α ἀμάχητος, ον) νεοελλ. αδιάσειστος, ατράνταχτος (για επιχειρήματα, τεκμήρια) αρχ. 1. ακαταμάχητος, ακαταγώνιστος 2. αυτός που δεν πήρε ακόμη μέρος σε μάχη 3. ο δίχως μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μαχητός < μά χομαι. ΠΑΡ. αμαχητί] …   Dictionary of Greek

  • αμάχητος — η, ο ακαταμάχητος: Τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με αμάχητες αποδείξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμάχητον — ἀμάχητος not to be foughtwith masc/fem acc sg ἀμάχητος not to be foughtwith neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάχητα — ἀμάχητος not to be foughtwith neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάχητοι — ἀμάχητος not to be foughtwith masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμαχητί — επίρρ. (Α ἀμαχητὶ) [ἀμάχητος] δίχως μάχη, δίχως χρήση όπλων και βίας νεοελλ. δίχως αντίσταση, δίχως αντίρρηση …   Dictionary of Greek

  • άμαχος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι μάχιμος: Ο άμαχος πληθυσμός στον τελευταίο πόλεμο υπέφερε από τους βομβαρδισμούς και από τις στερήσεις. 2. αμάχητος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμαχέτου — ἀμάχετος masc/fem/neut gen sg ἀμάχητος not to be foughtwith masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμάχετοι — ἀμάχετος masc/fem nom/voc pl ἀμάχητος not to be foughtwith masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»